ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ posted by

ΙΣΤΟΡΙΟΓΝΩΣΙΑ: Αυτοί που πολέμησαν στην Επανάσταση του 1821 (Μέρος Β’)

ΙΣΤΟΡΙΟΓΝΩΣΙΑ: Αυτοί που πολέμησαν στην Επανάσταση του 1821 (Μέρος Β’)

Συνέχεια από το μέρος Α’ (κλικ ΕΔΩ)

Γράφει ο Γρηγόρης Γιοβανόπουλος

Η Ελληνική Λεγεών  (Legion Grecque)

Από το 1768 που ξεσπά ο ρωσο-τουρκικός  πόλεμος ο ελλαδικός χώρος θα βρεθεί σε μια συνεχή αναταραχή και πολλοί πολεμιστές από την Πελοπόννησο, αλλά και την Ήπειρο μιας και μαίνονταν οι πόλεμοι του Αλή Πασά εναντίον των Σουλιωτών , θα βρεθούν στα Επτάνησα και θα πολεμήσουν με τους Γάλλους κατά των Ρωσοτουρκικών δυνάμεων.

Σ ’αυτούς υπήρχε  κι ένας νεαρός Θεσσαλός, ο Χρυσαφής Χατζηβασίλης, ο μετέπειτα γνωστός με το όνομα Χριστόφορος Περραιβός. Ήταν σύντροφος του Ρήγα Βελεστινλή, συνελήφθη μαζί του , δραπέτευσε και το 1798 τον βρίσκουμε στην Πρέβεζα, όπου διακρίθηκε πολεμώντας στο πλευρό της γαλλικής φρουράς.

Το 1798, ο Χατζή Νικόλαος Παπάζογλου από τον Τσεσμέ της Μικρασίας διοικούσε ένα μικρό στόλο από είκοσι πέντε εξοπλισμένα σκάφη και άλλα τόσα οπλιταγωγά με ναυτικούς από τα Ψαρά, τη Σάμο, τη Μύκονο, την Αίγινα, την Κρήτη και άλλες περιοχές. Δρούσε στο Δέλτα του Νείλου και ήταν στην υπηρεσία του Μαμελούκου Μουράτ μπέη της Αιγύπτου.

Όταν τον Ιούλιο του 1798 οι Γάλλοι αποβιβάστηκαν στην Αίγυπτο, ο Παπάζογλου  δημιούργησε σοβαρά προβλήματα στο στολίσκο του υποναυάρχου Ζαν Μπατίστ Περρέ (Jean Baptiste Perree), που επιχειρούσε να αναπλευσει τον ποταμό Νείλο .Όμως μετά  την αποφασιστική μάχη των Πυραμίδων (21 Ιουλίου), αποσκίρτησε από τους Μαμελουκους και προσχώρησε στο στρατηγό Βοναπάρτη, συγκροτώντας αρχικά τρεις λόχους (27 Οκτωβρίου 1798) των 100 ανδρών ο καθένας, που πολέμησαν κατά το υπόλοιπο της εκστρατείας της Αιγύπτου στο πλευρό των Γάλλων.   Η   δύναμη αυτή, ονομάστηκε Ελληνική Λεγεών (Legion Grecque)και  αποτελούνταν από τους  ναυτικούς του λοχαγού – αρχικά και στη συνέχεια συνταγματάρχη – «Nicole», όπως τον αναφέρει πυκνά ο Ναπολέοντας στην υπηρεσιακή αλληλογραφία της περιόδου εκείνης. Ήταν  άνδρες ιδιαίτερα έμπειροι στο χειρισμό του πυροβολικού και  σύντομα ενισχύθηκαν από  άλλους Έλληνες  και ενθουσιώδεις εθελοντές.

Ο Αδαμάντιος Κοραής, στο  «Άσμα ΠοΛεμιστήριον των ενΑιγύπτω περί ελευθερίας μαχόμενων Γραικών» του 1800 και το πεζό Σάλπισμα Πολεμιστήριον του 1801, χαιρετίζει τη συμμετοχή Ελλήνων εθελοντών «υπό τον Γραικόν Ταξίαρχον τον Χατζή Νικολήν» στο πλευρό του γαλλικού εκστρατευτικού σώματος και σημαίνει προσκλητήριο στους υπόλοιπους: «Όσοι ευρίσκεσθε εις Αίγυπτον μιμήθητε τας ανδραγαθίας των Γάλλων …Όσοι δε ευρίσκεσθε διασκορπισμένοι εις την Ελλάδα, μέρος μεν δράμετε με προθυμίαν και γρηγορότητα εις Αίγυπτον […], το δε λοιπόν μέρος μείνατε εις την Ελλάδα εξωπλισμένοι, και έτοιμοι να δεχθήτε τους ελευθερωτάς της Ελλάδος τους Γάλλους, και τους φίλους των Γάλλων και συμμάχους, τους στρατιώτας του κραταιού Αυτοκράτορος της Ρωσίας».

Ο  ενθουσιασμός αυτός του Κοραή θα ατονήσει ωστόσο στη συνέχεια, ύστερα από τη μεταστροφή της ανατολικής πολιτικής του Ναπολέοντα.

Οι Κυνηγοί της Ανατολής

Μετά από τρία χρόνια σκληρού πολέμου, οι Γάλλοι  αποχώρησαν από την Αίγυπτο το Σεπτέμβριο του 1801. Αλλά τετρακόσιοι περίπου Έλληνες πολεμιστές, και αρκετοί κόπτες, που είχαν επίσης συνεργασθεί με τους Γάλλους, ακολούθησαν τους τελευταίους μετά την εκκένωση της Αιγύπτου στη Γαλλία. Εκεί  το 1802, υπό τη διοίκηση του Παπάζογλου, συγκροτήθηκε το Σύνταγμα των Κυνηγών της Ανατολής (Chasseurs α” Orient) Η δύναμη του συντάγματος ήταν οκτώ λόχοι (από τους οποίους ο ένας του πυροβολικού) και  έδρασαν στην Δαλματία, στην Ήπειρο και στα  Επτάνησα.        Μετά τη φυγή των Γάλλων αρκετοί Έλληνες  συμπολεμιστές του Παπάζογλου «δεν επείθοντο να μεταβώσιν εις την Δύσιν», και παρέμειναν στην Αίγυπτο και σαράντα από αυτούς, στρατολογήθηκαν στα τέλη του 1804 από τον πρώην πρόξενο των ΗΠΑ στην Τύνιδα Γουίλιαμ Ήτον (William Eaton), μαζί με  Αιγυπτίους και Λίβυους, καθώς και Γάλλους, Ιταλούς, Σκοτσέζους, Γερμανούς και άλλους Ευρωπαίους που είχαν παραμείνει εκεί μετά την εκστρατεία του Ναπολέοντα, και έλαβαν μέρος στη ναυτική και στρατιωτική επιχείρηση που οργάνωσαν οι Αμερικανοί κατά του πασά της Τρίπολης της Λιβύης, Γιουσούφ Καραμανλή. Η επιχείρηση αυτή κατέληξε στην κατάληψη της Ντέρνα στην Κυρηναϊκή στις 27 Απριλίου του 1805, και η «θαρραλέα» συμβολή των Ελλήνων πολεμιστών απέσπασε ρητή εύφημο μνεία σε ψήφισμα του Κογκρέσου των ΗΠΑ (18 Μαρτίου 1806).

Η Πεζική Λεγεών Ελαφρών Κυνηγετών

Στο μεταξύ, με τη  Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (21.3.1800) τα Επτάνησα περνούν στη ρωσική προστασία και Ρωσικός στρατός αποβιβάζεται στα νησιά. Εκεί βρισκόταν τρεις περίπου χιλιάδες Σουλιώτες που μετά την πτώση του Σουλίου το 1803 κατέφυγαν εκεί από την Πάργα. Η παρουσία τους  ήταν προβληματική καθώς «Απεστρέφοντο τας ειρηνικός φιλοπονίας» και «μη δυνάμενοι να υποστώσι τον γεωργικόν βίον», καθώς επισημαίνει ο Ζακυνθινός ιστορικός Παναγιώτης Χιώτης, ζούσαν «κλέπτοντες και διαρπάζοντες τα ζώα και αίγας των περιοίκων», προκαλώντας έτσι ταραχές και διαμαρτυρίες. Μοναδική φροντίδα των σκληροτράχηλων αυτών ορεσίβιων, όπως τουλάχιστον φάνταζε στα μάτια των Επτανησίων, ήταν «να καθαρίζωσι τα όπλα και να σημαίνωσι την κιθάραν, τραγουδώντες αλβανιστί τους ηρωισμούς».

Έτσι ο Ρώσος στρατηγός Ανρέπ πρότεινε να αξιοποιηθούν στρατιωτικά οι εμπειροπόλεμοι εκείνοι άνδρες. Οι σουλιώτες δέχτηκαν να υπηρετήσουν υπό τους Ρώσους αλλά  ζήτησαν «να μη τους συναριθμήση εις την τακτικήν στρατιωτικήν, αλλά να τους αφήση εις το πάτριον είδος του πολέμου, εν ω εγυμνάσθησαν ανέκαθεν, δια του οποίου είναι πεπεισμένοι ότι εκτελέσουσι τα χρέη ευαρεστότερα και επιτυχέστερα».

 Οι Ρώσοι λοιπόν  σχηματισαν αρκετές μονάδες  από Σουλιώτες, Χιμαριώτες, Ηπειρώτες, Ακαρνάνες, Μανιάτες και Μοραΐτες πολεμιστές, με αρχηγούς τους Φώτο και Ζυγούρη Τζαβέλλα ,Ζέρβα,  Γκόγκα  Δαγκλή  Δήμο και Γεώργιο Δράκο, τον μπεηζαδέ Πιέρρο Γρηγοράκη, γιο του Τζανέτμπεη της Μάνης και  Αναγνώστη Παπαγεωργίου, γνωστότερο ως Αναγνωσταρά, τον Χριστόφορο Περραιβό κ.ά. Το σώμα αυτό ονομάστηκε  Πεζική Λεγεών Ελαφρών Κυνηγετών, είχε 2.760 άνδρες ,κατανεμημένους σε 6 ταξιαρχίες των 4 εκατονταρχιών η καθεμία,

Οι λεγεωνάριοι έφεραν «τα εδικά των άρματα και ενδύματα κατά τη συνήθειαν του γένους των», την γνωστή μας δηλαδή φορεσιά  των πολεμιστών με τη φουστανέλλα , το γιλέκο κ.τ.λ. και κατατασσόμενοι ορκίζονταν «να δουλεύσουν τον κραταιότατον Αυτοκράτορα απασών των Ρωσιών και να πηγαίνουν εναντίον εις κάθε εχθρόν, όπου ο αρχιστράτηγος των Αυτοκρατορικών Αρμάτων ήθελε τους προστάξει».

Διοικητής της Λεγεώνας ανέλαβε αρχικά ο Ρώσος στρατηγός κόμης Μπέκεντορφ,  που αντικαταστάθηκε σύντομα από τον καταγόμενο από τη Τζια στρατηγό του ρωσικού στρατού Εμμανουήλ Παπαδόπουλο, ο οποίος δημοσίευσε στην Κέρκυρα ένα εγχειρίδιο τακτικής με τίτλο . «Διδασκαλία στρατιωτική προς χρήσιν των Ελλήνων (1804)» και στη συνέχεια έναν κανονισμό με τίτλο Ερμηνεία της συνισταμένης Λεγεώνος των Ηπειροτο-Σουλιωτών και Χιμαρο-Πελοποννησίων (1805), στην εισαγωγή του οποίου, αφού υπογράμμιζε ότι «η τέχνη η πολεμική εξηκριβώθη και εβάλθη εις τάξιν και κανόνας από τους παλαιούς Έλληνας», καλούσε τους άνδρες του «να εγχαράξουν εις τας καρδίας των ότι είναι απόγονοι εκείνων των περίφημων Ελλήνων, του πολεμικωτάτου και τακτικωτάτου λέγω Πύρρου και του ουχί προ πολλού ημών ανδρειοτάτου και μεγαλόψυχου Σκαντερπέργ» [: Σκεντέρμπεη] και να δείξουν τον απαιτούμενο ζήλο, με τη βεβαιότητα ότι «θέλετε δοξασθή πάλιν και θέλετε δοξάσετε το όνομα το Ελληνικόν».

Η δράση της Λεγεώνας ήταν σημαντική παρότι η ζωή της ήταν σύντομη. Το φθινόπωρο του 1805 συμμετείχε στην εκστρατεία της Ιταλίας  κατά των Γάλλων. Στη διάρκεια της εκστρατείας αυτής, διακρίθηκαν ο Φώτος Τζαβέλας με τη γυναίκα του, ο Χρίστος Καλόγερος από την Τσαμουριά και ο Μοραΐτης Νικήτας Σταματελόπουλος, ο γνωστός μας στη συνέχεια Νικηταράς.

Όμως η νίκη του Ναπολέοντα στο Αούστερλιτς (2 Δεκεμβρίου 1805) υπήρξε άλλαξε τα δεδομένα για τη Νότια Ιταλία.  Γράφει  ο Νικηταράς στα απομνημονεύματα του: «Εις τη Ζάκυνθο τότε πάγω, γράφομαι εις τα στρατεύματα [τα Ρουσσικά]. Πάμε εις τη Νεάπολη. Είμεθα εικοσιπέντε χιλιάδες να πάμε στη  Ρώμη. Ετσακίστηκε ο αυτοκράτορας ο Ρούσσος στάθηκε εΐς το Οστερλίτζ. Μας κυνηγούν. Επιστρέφομε». 

Το 1806 η Λεγεώνα  αποβιβάστηκε στη Δαλματία  και έλαβε μέρος στην πολιορκία του Dubrovnik που κατείχαν οι Γάλλοι. Εκεί  βρέθηκε αντιμέτωπη με το  Σύνταγμα των Κυνηγών της Ανατολής, που μαζί  με Σλάβους, Αλβανούς και Ηπειρώτες  πολεμούσε στο πλευρό των Γάλλων, με αρχηγό τον Παπάζογλου. Στη διάρκεια εκείνων των επιχειρήσεων διακρίθηκαν τέσσερις Έλληνες αξιωματικοί του γαλλικού σώματος, ο ταγματάρχης Γαβριήλ Σιδέριος και οι λοχαγοί Ν. Κυριάκος, Ιωάννης Χαραγλής και Ματθαίος Σαμοθράκης, κερδίζοντας το παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής. Εκεί βρέθηκε συμπολεμιστής τους και ένας Γάλλος ταγματάρχης αποσπασμένος στο επιτελείο του στρατάρχου Μαρμόν (Marmont), ο Κάρολος Φαμπιέ (Charles Fabvier), που επρόκειτο να γίνει ιδιαίτερα γνωστός στους Έλληνες στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, με το εξελληνισμένο όνομα Φαβιέρος. Στον νέο ρωσο-τουρκικό πόλεμο τον Οκτώβρη του  1806 η Λεγεώνα  επιχείρησε ανεπιτυχή απόβαση στην Τένεδο, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκε ο Σουλιώτης οπλαρχηγός Γκόγκας Δαγκλής.

Το Μάρτιο  του 1807  ο Αλή πασάς επιχείρησε προσβολή της Λευκάδας από τις ακτές της Ηπείρου με τη βοήθεια  γαλλικού πυροβολικού: «Αυτά προξένοντι δια σινεργίας του καννονιέρου φραντζέζου, όπου ο εχθρός έχι 40 τον αριθμόν», γράφει στις 28 Μαΐου 1807 από την πολιορκούμενη Λευκάδα στον αδελφό της η Άννα Γούργια Σετίνη: «τους οποίους επιστατέβι ένας κολονέλος φραντζέζος Χαντζί Νικόλαος Πτολεμέος γρεκός», δηλαδή ο προαναφερόμενος συνταγματάρχης Παπάζογλου (χαρακτηριζόμενος «Πτολεμαίος» προφανώς λόγω Αιγύπτου).

Το φρούριο της Αγίας Μαύρας υπερασπίζονταν ένα ρωσικό τάγμα και απόσπασμα της Λεγεώνας, ενώ στην ενίσχυση των οχυρώσεων επιστατούσε, ένας άλλος Έλληνας που είχε μέλλον: «Χθες [=27 Μαΐου 1807] αρεβάρισε ο κ. Κόμης Καβοδίστριας από Κοριβούς (Κέρκυρα). Αυτός είναι πληρεξούσιος εις τα πάντα».Ο αγώνας συνεχίστηκε αμφίρροπος επί μήνες, στη διάρκεια των οποίων, πέραν του στρατηγού Παπαδόπουλου, διακρίθηκαν για τη δράση τους, από επτανησιακή πλευρά, ο Περραιβός, ο Κίτσος Τζαβέλας, ο Κίτσος Μπότσαρης, ο Κατσαντώνης και άλλοι. Ήδη όμως η νέα συγκυρία οδηγούσε στην υπογραφή της Συνθήκης του Τιλσίτ (Αύγουστος 1807), βάσει της οποίας η Ρωσία παραχώρησε τον έλεγχο επί των Ιονίων Νήσων στη Γαλλία, με αποτέλεσμα τη διακοπή των εχθροπραξιών και την απόλυση των βαθμοφόρων της Πεζικής Λεγεώνας των Ελαφρών Κυνηγετών (διαταγή υποστράτηγου Παπαδόπουλου της 30ης Αυγούστου 1807).

Οι Λόχοι Ελλήνων Κυνηγών (Chasseurs a pied Grecs)

Έτσι οι Γάλλοι ξανάρχονταν στα Επτάνησα το 1807 και  3.000  περίπου Έλληνες και Σουλιώτες οπλοφόροι της Λεγεώνας βρίσκονταν  άνεργοι διασκορπισμένοι στα νησιά . Ο Γάλλος γενικός διοικητής στρατηγός Καίσαρ Μπερτιέ (Cesar Berthier)  για να αποφύγει τις ταραχές αλλά και για να αξιοποιήσει  τους εμπειροπόλεμους αυτούς Έλληνες αποφάσισε να συγκροτήσει σε κάθε γαλλικό σύνταγμα  δύο ελαφρούς λόχους ,με αρχηγό τον οπλαρχηγό  Χρηστάκη Καλόγερο από την Πρέβεζα. Αργότερα η διοίκησή τους ανατέθηκε στον Γάλλο ταγματάρχη Ζαν Λουί Μινό (Jean Louis Toussaint Minot), παλαίμαχου των εκστρατειών της Ιταλίας και της Αιγύπτου. Αρχικά αποφασίστηκε η συγκρότηση του λεγομένου Αρβανίτικου Συντάγματος, δύναμης 3.254 ανδρών με 14μελές επιτελείο (Δεκέμβριος 1807), και στη συνέχεια η επιπλέον δημιουργία οκτώ Λόχων Ελλήνων Κυνηγών με 951 άνδρες (Μάρτιος 1808).

Το Σύνταγμα των Αλβανιτών   (Regimen t Albanais)

Τον Ιούλιο του 1809 οι δύο σχηματισμοί  ενοποιήθηκαν με τον τίτλο του Συντάγματος των Αλβανιτών, συνολικής δύναμης 2.934 ανδρών και 150 αξιωματικών, κατανεμημένων σε έξι τάγματα υπό τις διαταγές αντίστοιχα των Κωνσταντίνου Ανδρούτση, Χρήστου Καλόγερου, Φώτου Τζαβέλλα, Χρηστάκη Καλόγερου, Κίτσου Μπότσαρη και Αναγνωσταρά. Ενδεικτική είναι η πλήρης σύνθεση του τέταρτου τάγματος, για το οποίο διαθέτουμε αναλυτικά στοιχεία. Διοικητής είναι ο Φώτος Τζαβέλας, με το βαθμό του αντισυνταγματάρχη (Τενέντε Κολονέλος) και υποδιοικητής ο Χριστόφορος Περραιβός, με το βαθμό του ταγματάρχη (Μαγγιόρος). Το τάγμα στελεχώνεται με αρχηγικά στελέχη της φάρας Τζαβέλα, πλαισιωμένα από τους οπαδούς της, τα αρχηγικά δηλαδή μέλη συγγενικών ή φιλικά προσκείμενων γενών», όπως ήταν τα γένη Δράκου, Φωτομάρα, Καραμπίνη και Βεΐκου.

Το φθινόπωρο του 1809, ο αγγλικός στόλος εμφανίζεται  στα νερά του Ιονίου και στρατεύματα αποτελούμενα από Βρετανούς, Κορσικανούς, Καλαβρέζους, Σικελούς, Γερμανούς και Ελβετούς υπό το στρατηγό Τζον Όσβαλντ (John Oswald) αποβιβάζονται  στη Ζάκυνθο και την καταλαμβάνουν καθώς οι τέσσερις λόχοι του Αναγνωσταρά δεν πρόλαβαν να αντιδράσουν.

Την επόμενη χρονιά τα βρετανικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Λευκάδα, όπου διεξήχθη σκληρός αγώνας, στον οποίο διακρίθηκαν τα ελληνο-αλβανικά τμήματα, μέχρι την παράδοση του φρουρίου στους Άγγλους στις 21 Απριλίου 1810. Κατόπιν αυτού, ο Μινό, αντιπρότεινε (20 Μαΐου 1810) την αναδιοργάνωση του Συντάγματος, του οποίου η δύναμη ανερχόταν πλέον σε 1600 άνδρες, με την τοποθέτηση 200 στην Πάργα και  τη συγκρότηση ενός αποσπάσματος 500 επίλεκτων της Αυτοκρατορικής Φρουράς

Το 1813, στάλθηκαν  τρεις Σουλιώτες σωματοφύλακες στο Ναπολέοντα, των οποίων δυστυχώς αγνοούμε τα ονόματα.

Στις βρετανικές αποβατικές επιχειρήσεις του 1809, διακρίθηκε ο ιρλανδικής καταγωγής ταγματάρχης  Ριχάρδος Τσωρτς (Richard Church ),που  εισηγήθηκε στη βρετανική διοίκηση τη συγκρότηση ενός εθελοντικού ελληνικού τάγματος, στο οποίο κατετάγησαν κάποιοι από τους παλαίμαχους των Ελαφρών Κυνηγών και του Ελληνο-αλβανικού Σώματος, αλλά και αρκετοί ανερχόμενοι οπλαρχηγοί της επόμενης γενιάς. Έτσι, όταν τα βρετανικά στρατεύματα έφθασαν στη Λευκάδα το 1810, όπως προαναφέρθηκε, βρέθηκαν αντίπαλοι  αφενός οι Έλληνες, που είχαν ήδη στρατευθεί στο πλευρό των Βρετανών, υπό τους Λεπενιώτη (αδελφό του Κατσαντώνη), Κωνσταντή Πετμεζά και Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, και αφετέρου η ελληνο-αλβανική φρουρά, που υπεράσπιζε το φρούριο εν ονόματι των Γάλλων.

Αρχικά αποβιβάστηκε  στο νησί ο  Κολοκοτρώνης που προσπάθησε να πείσει  τους ομοεθνείς του της απέναντι πλευράς να έρθουν σε συμβιβασμό: «Αντάμωσα εις ένα μέρος τους Έλληνας εις την γαλλικήν δούλευση και τους είπα «Τι κάμνετε; Ιδού ο στόλος ο αγγλικός έρχεται!». Αυτοί με απεκρίθησαν ότι «Είμεθα ορκωμένοι και θα πολεμήσομε». «Ε, τους είπα, πολλά καλά σαν είναι έτσι, τραβηχθήτε εις τας θέσεις σας και ημείς θα πολεμήσομε». Ο  Βρετανός διοικητής σκέφτηκε  να πραγματοποιηθεί απόβαση τη νύχτα, αλλά ο Κολοκοτρώνης  τον απέτρεψε, επισημαίνοντας του ότι «δεν πρέπει να κάμομε τεσβάρκο, διότι είμεθα μαζευμένοι από διάφορα μέρη και τα στρατεύματα μας δεν γνωρίζονται και ημπορούμε να σκοτωθούμε αναμεταξύ μας, αλλά να έβγουμε με τα χαράματα». Πράγματι, την επομένη 4.000 στρατιώτες, Άγγλοι, Κορσικανοί, Σικελοί και Έλληνες αποβιβάστηκαν και επακολούθησαν σκληρές συγκρούσεις. Βγαίνοντας με δέκα συντρόφους του σε μια ράχη, ο Κολοκοτρώνης δέχθηκε τα πυρά των Αρβανιτών, που υπερασπίζονταν την κανονιοστοιχία: «Μου ρίχνουν. “Τι χτυπάτε; Εγώ είμαι”. Ήλθαν δύο καπετάνιοι, Τσίτσης, Χορμόβας, τους είπα και ετραβήχθηκαν και δεν εβάρεσαν. Μου είπαν “θα πολεμήσομε”. Επιάσθη ο πόλεμος και τους διώξαμε. Εις τους ανεμόμυλους εκαβαλίκαμε τα κανόνια». Η τρίτη κανονιοστοιχία καταλήφθηκε με ρεσάλτο, στη διάρκεια του οποίου οι Έλληνες επιτιθέμενοι είχαν τριάντα πέντε απώλειες, ενώ τραυματίστηκε και ο διοικητής τους Τσωρτς. Υποχωρώντας η γαλλική φρουρά κλείστηκε στο κάστρο, αφήνοντας έξω τους Έλληνες συμπολεμιστές

της, που μετά από αυτό παραδόθηκαν στον Κολοκοτρώνη. Στη μάχη της Λευκάδας πρωταγωνίστησαν οι Έλληνες και οι Αρβανίτες και από τις δυο πλευρές. «Όλα αυτά τα εκάμαμε οι πεντακόσιοι Έλληνες, επί κεφαλής ο Τζουρτζ» υπογραμμίζει ο Κολοκοτρώνης, αλλά προσθέτει ότι «εις αυτή την περίσταση οι Κόρσοι εσύμβαλαν πολύ».

Συνεχίζεται με το 3ο και τελευταίο μέρος..

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *