Γράφει ο Γιάννης Μοσχόπουλος
Την ίδια ώρα η VII Μεραρχία ανέφερε στη Στρατιά: «[…] 18-Χ-12 ώρα 9 […] / Διάβασις Αλιάκμονος εις χείρας Μεραρχίας. Μεραρχία προχωρήση σήμερον διαβαίνουσα ποταμόν. […]». Νεώτερη πληροφόρηση επιβάλλει στην 7η Μεραρχία να ενημερώσει άμεσα την Στρατιά με το ακόλουθο τηλεγράφημα: «18-Χ-12 ώρα 9 π.μ. Γεν. Στρατηγείον. / Γέφυρα Νησέλι κατελήφθη παρά 8ου Ευζωνικού Τάγματος και Σώματος Μαζαράκη […] Διετάχθη λόχος επισκευάση ταχέως γέφυραν. Μεραρχία προυχώρησε πέραν Αλιάκμονος προς κατάληψιν επικαίρου θέσεως. / VII Μεραρχία Κλεομένης». Το τηλεγράφημα αυτό μας γνωρίζει τον επίλογο της πρωϊνής προώθησης της 7ης Μεραρχίας μέχρι τον Γιδά, διότι η αναφερόμενη «επίκαιρος θέσις», της οποίας προανήγγειλε την κατάληψη, δεν είναι άλλη από το χωριό Γιδάς (δυόμισυ χιλιόμετρα βορείως της γέφυρας).
Για την είσοδο του ελληνικού στρατού στο Γιδά (Αλεξάνδρεια), ο 12ετής το 1912 Γρηγόριος Αντ. Μοσχόπουλος μου αφηγήθηκε ότι: «Ο Στρατός όμως ήρθε στο Γιδά απο τον δρόμο του Νησελίου. Δρόμος υπήρχε μέχρι το Νησέλι. Στην αρχή ήρθαν λίγες ομάδες τσολιάδες. Ηταν ένα τάγμα Μηχανικού υπό τον Ελευθέριο Μαυρογένη. Οι κάτοικοι του χωριού έκαναν σαν τρελοί από τη χαρά τους, βλέποντας τους Ελληνες στρατιώτες. Αμέσως άρχισαν να χτυπάνε την καμπάνα της εκκλησίας, όπου έγινε αυθόρμητη δοξολογία.
Μετά τη δοξολογία συγκεντρώθηκαν όλοι στον χώρο της παλιάς αγοράς (στη διασταύρωση των σημερινών οδών Μακεδονομάχων και Εθν. Αντίστασης), κατέβασαν την τουρκική ημισέληνο, που ήταν στημένη πάνω σε ξύλινο υπόστεγο και, ζητωκραυγάζοντας για την λευτεριά τους, ξέσκιζαν και ποδοπατούσαν τα κόκκινα φέσια, που ήταν υποχρεωμένοι να φοράνε μέχρι τότε και φώναζαν «ζήτω η ελευθερία», «ζήτω ο βασιλιάς Γεώργιος».
Στο τέλος, γλέντησαν όλοι μαζί, χορεύοντας πάνω στα ξεσκισμένα φέσια. Ο ιερέας Παπαντώνης οδήγησε τον Ελευθέριο Μαυρογένη στις αποθήκες του μπέη, για να πάρουν τα αποθηκευμένα δημητριακά.
Εκεί βρήκαν κρυμένους δύο Τούρκους αγροφύλακες, που δεν είχαν φύγει με τους άλλους. Ο ένας από αυτούς, ο Ζεκίρ, ζήτησε τότε φοβισμένος να γίνει χριστιανός και ο Μαυρογένης, δίνοντάς του τό δικό του όνομα, τον βάφτισε Λεφτέρη. Το σιτάρι, που πήραν από τις αποθήκες, το μοίρασαν στις οικογένειες του χωριού, ενώ άλλες ποσότητες τις άλεσαν αμέσως κι έδωσαν το αλεύρι στις γυναίκες, με την εντολή να ζυμώσουν ψωμιά για τον στρατό. Ο Μαυρογένης το βράδυ έμεινε στο άδειο κονάκι του μπέη».
Πρόσφατα με την ηχογραφημένη μαρτυρία της κ. Φιλ. Μπέρσου λύθηκε το ερευνητικό ζήτημα της «άμεσης άλεσης» του σιταριού του μπέη για την τροφοδοσία του στρατού, διότι αποδείχθηκε ότι αυτό έγινε από τον ατμόμυλο των αδελφών Νικολάου, Αθανασίου και Θωμά Καρανίκα ο οποίος λειτουργούσε στη δυτική πλευρά της πλατείας του Γιδά από το 1905.-
Αλεξάνδρεια, 18.10.2023 / ΓΙΑΝΝΗΣ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΣ / [email protected]
Αφήστε μια απάντηση